- μεγάλοιτος
- μεγάλοιτος, -ον (Α)πανάθλιος, δυστυχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -οἶτος «μοίρα, συμφορά, θάνατος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγάλοιτος — very wretched masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)